ἐγγλωττογάστωρ

ἐγγλωττογάστωρ
ἐγγλωττογάστωρ, ορος, , ,
A = γλωσσογάστωρ, Ar.Av.1695, cf. EM 309.51, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγγλωττογάστωρ — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγλωττογαστόρων — ἐγγλωττογάστωρ masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγλωττογάστορες — ἐγγλωττογάστωρ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”